τηλεβόλο

τηλεβόλο
το, Ν
1. στρ. βαρύ πυροβόλο μεγάλου βεληνεκούς
2. ναυτ. κοινή ονομασία καθενός από τα μεγάλα πυροβόλα πολεμικού πλοίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τηλεβόλο — το βαρύ πυροβόλο που βάλλει από μακριά, κανόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανονιοθυρίδα — η μικρό άνοιγμα σε πλευρά τείχους, φρουρίου ή πλοίου από το οποίο βάλλει το τηλεβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιοθυρίδα αντί* κανονιοθυρίδα (βλ. λ. κανονιοβολώ). κανόνι(Ι) + θυρίδα] …   Dictionary of Greek

  • κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • πυρόφις — εως, ο, Ν στρ. τύπος παλαιού πυροβόλου που οφείλει την ονομασία του στη μακριά και λεπτή του κάννη και το οποίο ήταν κυρίως όπλο πολιορκίας με μεγάλο βεληνεκές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + όφις. Η. λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. couleuvrine, «αρχαίο… …   Dictionary of Greek

  • τηλεβολοθυρίδα — η, Ν (ναυτ. στρ.) άνοιγμα σε οχύρωμα ή σε τοίχωμα πλοίου από το οποίο προεξέχει το στόμιο τηλεβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεβόλο + θυρίδα] …   Dictionary of Greek

  • τηλεβολοστάσιο — το, Ν πυροβολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεβόλο + στάσιο (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. μηχανο στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεβολοστάσιον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • τηλεβολοστοιχία — η, Ν συστοιχία τηλεβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεβόλο + στοιχία (< στοιχος < στοῖχος < στείχω), πρβλ. κιονο στοιχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • τηλεβόλος — ο / τηλεβόλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βλ. τηλεβόλο·|| αρχ. (για πέτρα ή για τόξο) αυτός που χτυπά τον στόχο του από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βόλος] …   Dictionary of Greek

  • Κρουπ — (Krupp). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών μεγαλοβιομηχάνων. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Έσεν τον 16ο αι. και η επιχειρηματική τους δραστηριότητα ξεκίνησε περίπου το 1810, με την κατασκευή ενός μικρού χυτηρίου από τον Φρίντριχ Κ. (1787 1826).… …   Dictionary of Greek

  • κανόνι — το (λ. ενετ.) 1. πυροβόλο, τηλεβόλο: Οι Τούρκοι έφεραν από τη Λαμία δέκα κανόνια. 2. βολή πυροβόλου, κανονιά: Στο βάθος του βουνού ακούγονταν κανόνια. 3. η φράση «το σκάζω κανόνι» σημαίνει απουσιάζω αδικαιολόγητα από τη δουλειά μου και ιδιαίτερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”